- αντρικός
- (I)-ή, -όβλ. ανδρικός.————————(II)-ή, -όαυτός που ανήκει ή έχει σχέση με το πυλωρικό άντρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… … Wikipedia
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Μελιδώνης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από το Μελιδόνι Μυλοποτάμου της Κρήτης. 1. Αντώνιος ή Δάνδολος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και χρησιμοποιήθηκε ως απεσταλμένος της στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Με την έναρξη της Επανάστασης … Dictionary of Greek
Πάβιλαντ, σπήλαιο — (Paviland). Σπήλαιο της Ουαλίας στο οποίο βρέθηκε από τον Μπούκλαντ, το 1823, ο πρώτος σκελετός της εποχής του ρέννου (της πρόσφατης περιόδου του λαξευτού λίθου). Ο σκελετός αυτός, που έχει κόκκαλα κόκκινα και είναι χωρίς κεφάλι, είναι γνωστός με … Dictionary of Greek